σουτάρω

σουτάρω
Ν
(στο ποδόσφαιρο) λακτίζω, κλοτσώ με ορμή την μπάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουτ + κατάλ. -άρω (πρβλ. γουστ-άρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουτάρω — σουτάρω, σούταρα και σουτάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουτάρω — σούταρα και σουτάρισα, κλοτσώ την μπάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουτάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουτάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. φορμάρω: φορμάρισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”